σχίσματα

σχίσματα
σχίσμα
cleft
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σχίσμαθ' — σχίσματα , σχίσμα cleft neut nom/voc/acc pl σχίσματι , σχίσμα cleft neut dat sg σχίσματε , σχίσμα cleft neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Евхаристия — (Сандро Боттичелли, 1495 год) Евхаристия (греч …   Википедия

  • Акакианская схизма — Акакианская схизма (греч. Ακακιανά σχίσματα)  в христианстве 35 летний (484 519 годы) церковный раскол между Востоком и Западом, вызванный спорами вокруг «Энотикона» императора Зенона, назван по имени константинопольского патриарха… …   Википедия

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • Μπρετόν, Αντρέ — (Andres Breton, Τινσεμπρέ 1896 – Παρίσι 1966). Γάλλος συγγραφέας. Η καλλιτεχνική του προσωπικότητα διαμορφώθηκε από τους συμβολιστές ποιητές. Σπούδασε ιατρική και απέκτησε μια πρώτη εμπειρία των θεωριών του Φρόιντ ως στρατιωτικός γιατρός. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Φατιμίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία, που εγκαθιδρύθηκε κατά το τέλος του 9ου και τις αρχές του 10ου αι., μετά τη διάλυση του χαλιφάτου των Αβασιδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ουμπεΐντ Αλλάχ, ο οποίος, αφού ανακηρύχθηκε απόγονος της Φατίμα, κόρης του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”